ἡμιρρομβιαῖος

ἡμιρρομβιαῖος
ἡμι-ρρομβιαῖος, α, ον,
A like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιρρομβιαίος — ἡμιρρομβιαῑος, αία, ον (Α) [ημιρρόμβιο] αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”